- κρυσταλλίνων
- κρυστάλλινοςicyfem gen plκρυστάλλινοςicymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυσταλλουργείο — το εργαστήριο επεξεργασίας κρυστάλλων και κατασκευής κρυστάλλινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
υαλοτέχνης — ο / ὑαλοτέχνης, ΝΜΑ, και ὑελοτέχνης Α αυτός που επεξεργάζεται την ύαλο νεοελλ. τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή γυάλινων και, ειδικότερα, κρυστάλλινων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. κηρο τέχνης, χειρο… … Dictionary of Greek
υαλοτεχνία — η, Ν [υαλοτέχνης] η τέχνη τής κατεργασίας τής υάλου και, ειδικότερα, η τέχνη τής κατασκευής γυάλινων και κρυστάλλινων αντικειμένων … Dictionary of Greek
υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… … Dictionary of Greek
Κόμπουργκ — I (Coburg). Πόλη (42.798 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Ιτς, στην κορυφή ενός λόφου ύψους 300 μ. Στην πόλη εδρεύουν βιομηχανίες υφασμάτων, κεραμικής, πορσελάνης και επίπλων. Το Κ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
υαλοτεχνία — η η τέχνη της κατεργασίας των γυάλινων ειδών και κυρίως των κρυστάλλινων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)